κατέκρινε

κατέκρινε
κατέκρῑνε , κατακρίνω
give as sentence against
aor ind act 3rd sg
κατέκρῑνε , κατακρίνω
give as sentence against
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • осоудити — ОСОУ|ДИТИ (176), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Осудить, выразить порицание: Осѹженѹ быти неже осѹдити. ни же поносити ѡбраштѧюштѫсѧ отъ || грѣхъ. (μὴ… κατακρίνειν) Изб 1076, 103–104; аще ѹбо ѹмъ ѡсѹдить зълобѹ. а ѡправьдить добрѹ дѣтель. то правѣ сѹдилъ ѥсть.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κατακρίνω — και κατακρένω (AM κατακρίνω, Α αρκαδ. τ. κακρίνω) 1. εκφράζω μομφή εναντίον κάποιου, αποδοκιμάζω κάποιον, επιτιμώ κάποιον για κάτι, κατηγορώ («ο κόσμος σέ κατακρίνει για τους κακούς τρόπους σου») 2. καταγγέλλω κάτι αξιόμεμπτο ή ελαττωματικό (α.… …   Dictionary of Greek

  • κομφουκιανισμός — Πολιτικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που έλαβε την ονομασία του από τον Κινέζο φιλόσοφο Κοφούκιο (βλ. λ.). Το σύστημα αυτό διαδόθηκε και πέρα από τα σύνορα της Κίνας (Κορέα, Ιαπωνία) και αναπτύχθηκε, στην πορεία των αιώνων, από άλλους… …   Dictionary of Greek

  • πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… …   Dictionary of Greek

  • τιμόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής και μουσικός από τη Μίλητο (447 357 π.Χ.). Λέγεται πως εισήγαγε τεχνικούς νεωτερισμούς στη μουσική, αυξάνοντας τον αριθμό των χορδών στη λύρα. Απόσπασμα μιας μονωδίας του Τ. με τον τίτλο Πέρσαι βρέθηκε το… …   Dictionary of Greek

  • Αμαφίνιoς — (Amafinius,1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος συγγραφέας. Τα σπουδαιότερα έργα του έχουν θέμα τους τη φιλοσοφία του Επίκουρου. Ο Κικέρων τα κατέκρινε για έλλειψη κομψότητας ύφους …   Dictionary of Greek

  • Βαχτάνγκοφ, Γεβγένι — (Yevgeni Vakhtangov, Βλαντικαφκάζ, Ορντζονικίτζε 1883 – Μόσχα 1922). Ρώσος σκηνοθέτης και ηθοποιός του θεάτρου. Το 1911 πήρε το δίπλωμα της δραματικής σχολής Αντάσεφ. Τον ανακάλυψε ο Στανισλάφσκι, ο οποίος τον προσέλαβε ως καθηγητή της απαγγελίας …   Dictionary of Greek

  • Γκότσι, Κάρλο — (Carlo Gozzi, Βενετία 1720 – 1806). Ιταλός λόγιος. Μαζί με τον αδελφό του Γκασπάρο και άλλους Βενετσιάνους αριστοκράτες ίδρυσε το 1747 την αντιδραστική Accademia dei Graneleschi με αρχαΐζουσες τάσεις. Το 1757 άρχισε άγρια πολεμική εναντίον του… …   Dictionary of Greek

  • Ζωσιμάς ο Εσφιγμενίτης — (Άγιος Λαυρέντιος, Πήλιο 1835 – 1902). Μοναχός και λόγιος. Διδάχτηκε γραφή και ανάγνωση από τον εφημέριο του χωριού του. Το 1858 πήγε στη μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, όπου μόνασε επί δύο χρόνια και το 1868 φοίτησε στην Αθωνιάδα σχολή. Το 1871 …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Δαμασκηνός — (Δαμασκός, περ. 675 – Ιεροσόλυμα, περ. 750). Θεολόγος, υμνογράφος και διδάσκαλος της Εκκλησίας. Καταγόταν από οικογένεια γνωστή με το όνομα Μανσούρ και ο πατέρας του ήταν λογοθέτης στην αυλή του χαλίφη Αμπτ ελ Mαλέκ. Στην αρχή ακολούθησε και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”